Αναλύσεις

25η Μαρτίου 1821: Επέτειος της Εθνικής Παλιγγενεσίας

Η ημέρα που οι Έλληνες με το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος» πήραν τα όπλα και ξεσηκώθηκαν για να σπάσουν τις αλυσίδες της μακρόχρονης τουρκικής σκλαβιάς

Ο απανταχού Ελληνισμός γιορτάζει αύριο με εθνική περηφάνια την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821. Την επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Την ημέρα που οι Έλληνες με το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος» πήραν τα όπλα και ξεσηκώθηκαν για να σπάσουν τις αλυσίδες της μακρόχρονης τουρκικής σκλαβιάς. Γύρω στους 500 περίπου χιλιάδες όλοι κι όλοι υπολογίζονταν οι Έλληνες της ηπειρωτικής χώρας, αλλά δεν δίστασαν τα ξεσηκωθούν και να τα βάλουν με την απέραντη, πανίσχυρη Οθωμανική Αυτοκρατορία των πολλών εκατομμυρίων.

Από τη μέρα που έπεσε η Βασιλίδα των Πόλεων, γεννήθηκε η ελπίδα για την ανάσταση του Γένους. Ο θρήνος για το πάρσιμο της Πόλης τέλειωνε με τους στίχους: «Μην κλαίεις Κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζεις, πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι». Η ελπίδα αυτή άρχισε να μετουσιώνεται σε πράξη με τους κλέφτες και τους αρματολούς. Γενναίοι, ανυπόταχτοι ραγιάδες βγαίνουν στα βουνά, οργανώνουν νταϊφάδες - προσωπικό στρατό και χτυπούν τους Τούρκους όχι μόνο στα βουνά, αλλά και στις πόλεις. Εντελώς αγράμματοι οι καπετάνιοι, αλλά γνώστες της Ιστορίας από φυλλάδες που εκδίδονταν από μορφωμένους Έλληνες του εξωτερικού και κυκλοφορούσαν σαν ιερό Ευαγγέλιο. Από τα μέσα του 15ου αιώνα βρίσκεται στην Ιταλία συγκεντρωμένος ένας πνευματικός ελληνικός κόσμος. Εκεί καταφθάνουν και αρκετοί που κατόρθωσαν να διασωθούν από την άλωση. «Τα ονόματα των πνευματικών αυτών Ελλήνων», γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος, «ανήκουν εις την ιστορίαν της παγκόσμιας πνευματικής ζωής του αιώνα», και αναφέρει μερικά, όπως: Μανουήλ Χρυσολωράς, Βησσαρίων, Γεώργιος Τραπεζούντιος, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Ιωάννης Λάσκαρις, οι Χαλκοκονδύλαι, ο Λαόνικος και ο Δημήτριος, και άλλοι πολλοί.

Αργότερα στη Γαλλία, ο Αδαμάντιος Κοραής με τα συγγράμματά του αφυπνίζει τους Έλληνες και τους πνευματικούς ανθρώπους της Δύσης, τους οποίους καλεί, εν ονόματι του δικαίου και της ελευθερίας, να συμπαρασταθούν στους σκλαβωμένους Έλληνες, που υφίστανται τα πάνδεινα από τους Οθωμανούς Τούρκους. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις τον 17ον αιώνα, επικεφαλής μορφωμένων κληρικών και λαϊκών, μεταφέρουν στα πέρατα του κόσμου το μήνυμα της ανάγκης απελευθέρωσης των Ελλήνων, από τους Τούρκους. Κορυφαίος εθναπόστολος των ραγιάδων αναδεικνύεται ο Ρήγας Βελεστινλής ή Φεραίος. Εκτός από την περιώνυμη Χάρτα του έγραψε και τον Θούριό του, που αποτέλεσε το Τετραευάγγελο των σκλαβωμένων Ελλήνων, ποίημα που τραγουδιέται ακόμα και σήμερα σε εθνικές εκδηλώσεις:

Ώς πότε παλληκάρια να ζώμεν στη σκλαβιά

Μονάχοι σαν λιοντάρια στις ράχες στα βουνά

Σπηλιές να κατοικούμε να βλέπουμε κλαδιά

Να φεύγομε απ’ τον κόσμο για την πικρή σκλαβιά

Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή

παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή...

Τελικά ο Ρήγας συλλαμβάνεται στην Τεργέστη από τους Αυστριακούς, ενώ ετοιμαζόταν να κατέλθει στην Ελλάδα και παραδίδεται στους Τούρκους, οι οποίοι τον στραγγαλίζουν με τους συντρόφους στις φυλακές του Βελιγραδίου. Ανάμεσά τους και ο Λευκωσιάτης Ιωάννης Καρατζιάς.

Παράλληλα με τον Ρήγα τρεις φιλοπάτριδες, ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Εμμανουήλ Ξάνθος και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, έμποροι στην Οδησσό της Ρωσίας, ιδρύουν τη Φιλική Εταιρεία, που άπλωσε τα πλοκάμια της σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Μέλη γίνονται κορυφαίοι Έλληνες της διασποράς, ανάμεσά τους και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στρατηγός στη φρουρά του τσάρου της Ρωσίας, ο οποίος και διορίζεται αρχηγός της οργάνωση. Οργανώνει στη Φωξάνη της Ρουμανίας στις 3 Μαρτίου 1821 τον Ιερό Λόχο και θα δώσει την ιστορική μάχη στο Δραγατσάνι. Ο στρατός θα διασκορπιστεί και ο ίδιος θα καταφύγει στην Αυστρία, όπου θα συλληφθεί και θα φυλακισθεί. Η μάχη του Δραγατσανίου και η θυσία του Ιερού Λόχου θα συγκινήσει τους φιλελεύθερους λαούς της Ευρώπης και θα γαλβανίσει την απόφαση των σκλαβωμένων Ελλήνων να ξεσηκωθούν ενάντια στη σκλαβιά.

Στο Σούλι οι ανυπόταχτοι κάτοικοι, χωρισμένοι σε φάρες, πολεμούν ήδη τα στρατεύματα του Αλή Πασά. Οι Τζαβελλαίοι, οι Μποτσαραίοι, οι Κουτσονικαίοι, οι Δρακαίοι και άλλοι καπετάνιοι ηγούνται των ανυπότακτων Σουλιωτών κι ανοίγουν πια τον δρόμο του γενικού ξεσηκωμού των Ελλήνων.

Στον Μοριά ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης κηρύσσει στις 17 Μαρτίου την έναρξη της Επανάστασης στην Αρεόπολη, όπου στήθηκε η σημαία της Επανάστασης στην Πλατεία των Ταξιαρχών. Στις 21 Μαρτίου οι Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, Νικόλας Σουλιώτης, Ι. Παπαδιαμαντόπουλος, οι αδελφοί Πετμεζαίοι, Βασίλης και Νικόλας, μαζί με άλλους ενόπλους παραλαμβάνουν ένα κανόνι από τη Μονή της Αγίας Λαύρας και μαζί με τη χρυσοκέντητη εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου, που κοσμούσε την Ωραία Πύλη του ναού, πολιορκούν τα Καλάβρυτα και παραδίδεται η τουρκική φρουρά τους. Ακολουθεί γενικός ξεσηκωμός. Ο Πετρόμπεης με τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Αναγνωσταρά, Νικηταρά, Παπαφλέσσα, Κεφάλα επικεφαλής 2.000 Μανιατών εισέρχονται στην Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου.

Οι Μπενιζέλος Ρούφος, Ασημάκης Ζαΐμης, Επίσκοπος Γερμανός, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, επίσκοπος Κερκίνης Προκόπιος και άλλοι καπεταναίοι και προύχοντες ακολουθούμενοι από ενόπλους εισέρχονται στην πόλη των Πατρών, όπου στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου στήνεται η επαναστατική σημαία του Λόντου και ο Γερμανός ορκίζει τους πολεμιστές.

Και η επανάσταση εξαπλώνεται στη Ρούμελη και τα νησιά. Οι Τούρκοι δεν ήθελαν να πιστέψουν στο κακό που τους βρήκε. Αιφνιδιάζονται, αγριεύουν και αρχίζουν σφαγές Ελλήνων παντού, συλλαμβάνουν προκρίτους και τους φυλακίζουν. Ανάμεσα σε άλλους συλλαμβάνουν και τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ και τον κρεμάζουν στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου. Τρεις μέρες μετά το ιερό του λείψανο παραδίδεται στον όχλο, διαπομπεύεται και ρίχνεται στα νερά του Βοσπόρου. Μετά από τρεις ημέρες το περισυλλέγει από τη θάλασσα ο Επτανήσιος καπετάνιος Σκλάβος και το μεταφέρει στην Οδησσό, όπου κηδεύεται με τιμές.

Στην Κύπρο ο διοικητής Κουτσιούκ Μεχμέτ διατάζει σφαγές κληρικών, προυχόντων και λαού. Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και οι τρεις Μητροπολίτες Πάφου Μελέτιος, Κιτίου Χρύσανθος και Κυρηνείας Λαυρέντιος οδηγούνται στο Σεράγιο και σε μια συνοπτική παρωδία δίκης καταδικάζονται στην εσχάτη των ποινών. Ο Αρχιεπίσκοπος κρεμάζεται στη συκαμινιά της αυλής του Σεραγιού και οι τρεις Μητροπολίτες καρατομούνται, ενώ εξαγριωμένα στίφη ξεχύνονται σε πόλεις και χωριά και επιδίδονται σε σφαγές, ατιμώσεις γυναικών και καταληστεύσεις, όσων από τους προύχοντες είχαν γλιτώσει μέχρι τη στιγμή εκείνη από τις σφαγές. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης στο υπέροχο έπος του της 9ης Ιουλίου 1821 τονίζει την απάντηση του Αρχιεπισκόπου στον Κουτσιούκ Μεχμέτ, που τον απειλούσε ότι είχε στον νου του να σφάξει, να κρεμάσει κι αν μπορούσε θα έσφαζε του Ρωμιούς, να μην αφήσει ψυχή:

«Σφάξε μας ούλλους τζι ας γενεί το γαίμα μας αυλάτζιν

Κάμε τον κόσμον ματζιελλιόν τζια του Ρωμιούς τραούλλια

Αμμα΄ξερε πως ίλλαντρον όντας κοπεί καβάτζιν

Τριγύρω του πετάσουνται τρακόσια παραπούλια

Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου

Κανένας εν εβρέθηκεν για την ιξηλείψη

Κανένας, γιατί σιέπει την που τα ‘ψη ο Θεός μου

Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή όντας ο κόσμος λείψη…».

Ο Αρχηστράτηγος της Ρούμελης με τους συμπολεμιστές του στήνει τρόπαια κατανικώντας τις στρατιές των Τούρκων στην Αράχωβα, στο Δίστομο, στον κάμπο της Αθήνας και στις ακτές του Πειραιά. Ο Αετός του Σουλιού Μάρκος Μπότσαρης στο Μεσολόγγι και το Καρπενήσι, όπου πέφτει πολεμώντας ο Αρχιστράτηγος ήρωας της Γραβιάς Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο ατρόμητος Θανάσης Διάκος στο γεφύρι της Αλαμάνας. Κοντά τους ο Πανουργιάς, ο Δυοβουνιώτης, ο Κεφάλας, ο Μακρυγιάννης, ο Μπακογιάννης, ο Γοβγίνας και άλλοι πρωτοκαπεταναίοι. Ο αδελφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, Δημήτριος, εγκατέλειψε τα πλούτη και τα αξιώματά του στη Ρωσία και κατέβηκε στη σκλαβωμένη μητέρα πατρίδα του για να της προσφέρει τις υπηρεσίες του. Δίνει την τελευταία νικηφόρα μάχη κατά των Τούρκων στην Πέτρα.

Στα πέλαγα ξεχωρίζουν οι μορφές του Αρχιναύαρχου Υδραίου Αντρέα Μιαούλη, του θαλασσόλυκου Ψαριανού μπουρλοτιέρη Κωσταντή Κανάρη και της Σπετσιώτισσας Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Κοντά τους ο Τσαμαδός, ο Τομπάζης, ο Ματρόζος, ο Πιπίνος, ο Αποστόλης, ο Μαμούνης, ο Μπότασης, οι Κουντουριώτες και πολλοί άλλοι. Όπως λέγει ο ποιητής «Ύδρα και Σπέτσες, αδελφές αχώριστες φιλιόνται και τα Ψαρά απ’ τα κύματα σαν φλόγα ξεπετιόνται». Ο Μιαούλης καταναυμαχεί τον τουρκικό στόλο στον Κόλπο του Γέροντα και δεν επιτρέπει στους Τούρκους να μεταφέρουν στη αγωνιζόμενη Ρούμελη και το Μοριά ενισχύσεις, πολεμοφόδια και τρόφιμας. Ακόμη με τους θαλασσόλυκούς του σπάει την αλυσίδα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, που περίζωνε το Μεσολόγγι και μεταφέρει στους Ελεύθερους Πολιορκημένους τρόφιμα και πολεμοφόδια, που τόσο πολύ τα είχαν ανάγκη για να κρατηθούν στις επάλξεις.

Στον Μοριά συνεχίζονται οι νικηφόρες μάχες ενάντια στου Τούρκους. Ο Κολοκοτρώνης με τους Μοραΐτες οπλαρχηγούς Νικηταρά, Πλαπούτα, τον πρίγκιπα Δημήτρη Υψηλάντη, τον Παπαφλέσσα και άλλους κτυπούν τους Τούρκους στο Βαλτέτσι, τα Δολιανά και προκαλούν πανωλεθρία στη φοβερή στρατιά του Δράμαλη, που πεθαίνει λίγο αργότερα απ’ το κακό του στην Κόρινθο.

Κι ενώ η επανάσταση προχωρούσε με τις νίκες να διαδέχονται η μία την άλλη, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος και αντί οι Έλληνες να κυνηγούν τους Τούρκους, άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους και να σημειώνονται αλληλοσπαραγμοί. Έλληνες κυνηγούσαν και σκότωναν Έλληνες. Στήθηκαν δίκες και ο Γέρος του Μοριά με τον ανιψιό του Δημήτρη Πλαπούτα καταδικάστηκαν σε θάνατο. Κι όλα αυτά ενώ ο Ιμπραήμ με στρατό αποβιβάστηκε στον Μοριά κι άρχισε να σπέρνει τον θάνατο και την ερήμωση στο διάβα του. Ο Παπαφλέσσας εγκαταλείπει το Υπουργείο Εσωτερικών και αποφασίζει ν’ αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ. Μαζεύει όσους μπορεί και οχυρώνεται στο Μανιάκι, γνωρίζοντας ότι η προσπάθειά του ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Πήγε όμως και στάθηκε με τους λίγους μπροστά στους στρατιώτες του Τουρκοαιγύπτιου στρατάρχη. Πολέμησε και θυσιάστηκε. Κι ο Ιμπραήμ, που θαύμασε τον ήρωα, ζήτησε και τον βρήκαν, το έπλυναν και τον φίλησε λέγοντας: «Αλήθεια, ήταν ένας γενναίος άντρας». Μετά τη θυσία του Παπαφλέσσα θυμήθηκαν οι Έλληνες τον Κολοκοτρώνη, που τον είχαν κλεισμένο με τον Πλαπούτα στη φυλακή. Τον απελευθέρωσαν και του έδωσαν εξουσία να μαζέψει στρατό για ν’ αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ.

Κορωνίδα της γενναιοψυχίας, της καρτερικότητας, της εθελοθυσίας και της ακατάβλητης αγωνιστικής διάθεσης, με τη μαρτυρική του Πολιορκία και την ηρωική του Έξοδο, το Μεσολόγγι κατέστη η εθνική κολυμβήθρα και το άδυτο των αδύτων. Ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος από τη θάλασσα και δυο αρχιστράτηγοι οθωμανοί, ο Κιουταχής στην αρχή και μαζί του ο Ιμπραήμ πολιορκούσαν τον «Φράχτη», όπως ειρωνικά τον χαρακτήρισε ο Τουρκοαιγύπτιος αρχηγός. Ο Σολωμός από τη Ζάκυνθο ακούει τις κανονιές των Τούρκων πολιορκητών και λες και ήταν εκεί και πολεμούσε τον εχθρό, έλεγε: «Βάστα καημένο Μεσολόγγι». Γράφει σχετικά ο καθηγητής της Ιστορίας, Σωκράτης Κουγέας: «Εις τους κύκλους των αιώνων συναντώμεν κι άλλας πολιορκίας πόλεων, ευρίσκομεν και άλλας εξόδους πολιορκημένων. Αλλά καμία, ούτε της Καρχιδόνος, ούτε η της Νουμαντίας, ούτε η της Σαραγκόσης, ούτε άλλη τις, πλην ίσως της των Πλαταιών κατά τον Πελοποννησιακόν πόλεμον, παρουσιάζει το τραγικόν μεγαλείον της πολιορκίας και της εξόδου του Μεσολογγίου. Την νύκτα της 22ας προς την 23ην Απριλίου του έτους 1826 διεδραματίσθη εις το Μεσολόγγι, όχι μόνον η ηρωικωτάτη και η συγκινικωτάτη σκηνή του ελληνικού Αγώνος, αλλά και μία των υψηλοτέρων και ενδοξοτέρων πράξεων της παγκοσμίου Ιστορίας. Δεν έλεγεν υπερβολήν ο επιφανής ξένος (Φαμπρέν), όταν εχαρακτήριζε την άμυναν και την έξοδον του Μεσολογγίου ως ωραιότατον παράδειγμα, το οποίον ο πατριωτισμός και το θάρρος προσέφεραν ποτέ εις την οικουμένην».

Έπειτα από ποταμούς αιμάτων, το 1821, μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, οι εκπρόσωποι της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Γαλλίας αποφασίζουν την αναγνώριση ελληνικού κράτους και ως πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας ορίζεται ο Ιωάννης Καποδίστριας. Και μια λεπτομέρεια: Οι Έλληνες της Κύπρου, με υπόμνημά τους στον Κυβερνήτη, ζητούν να περιληφθεί και η Κύπρος μέσα στα σύνορα του υπό ίδρυση ελληνικού κράτους.