Τουρισμός. Φυγή, διαφυγή κι απελευθέρωση από τα «όρια»...

Το ίδιο, ντυμένο ως ‘'άλλο'’. Το αναπόφευκτο ‘'εδώ'’, ως ‘'αλλού'’ αναλισκόμενο. Το ταξίδι που παραμυθεί, και παραμυθιάζει, ως ‘'φυγή'’, μια μάταιη στο βάθος ζητώντας... ‘'προσφυγή'’. Η εις τόπον κίνησις, το βήμα σημειωτόν, που ξεγελά ως σε άλλους τόπους μετακίνηση. Σε δαπάνη, στην πραγματικότητα, μετρώντας την χιλιομετρική, του δρόμου, απόσταση. Coelum, nec animam mutant, qui trans mare currunt. Το είχεν δει ο Κάτουλλος: ‘'τον ουρανό πάνω απ' το κεφάλι τους, όχι την ψυχή τους αλλάζουν, όσοι τις θάλασσες διασχίζουν’’. Πάμε να αλλάξουμε (αέρα, διάθεση, περιβάλλον, ενασχόληση και ‘'παραστάσεις'’) όντας η πιο έτοιμη εξήγηση για την φυγή στον χώρο, αλλά και η τομή στον χρόνο, που αντιπροσωπεύει ο τουρισμός. Η παράδοση όχι μονάχα στην αυταπάτη της θεραπευτήριας φυγής, ένα spa, κάποιο λουτρό της Αιδηψού για την διψασμένη για τ' αλλού ψυχή κάθε στο διαβατήριό μας σφραγίς. Αλλά, και παράδοση σε μια βιομηχανία της αναψυχής, της επί χρήμασι ανάθεσης κι αναστολής κάθε προσωπικής ευθύνης για την κούρα της ασφυκτιώσας στην ρουτίνα της ψυχής σας. Ψυχής αγωγή στην κυριολεξία της, ψυχαγωγία που αντιπροσωπεύει κι υπόσχεται η φυγή για τ' αλλού, αφημένη, όμως, στην ευθύνη άλλων. Ο μαζικός, βιομηχανοποιημένος, ακίνδυνος τουρισμός: για να νιώσετε πολύτιμος, προσεγμένος, διαφορετικός. Σαν τη διαφήμιση του γυναικείου αρώματος, που σας υπόσχεται να νιώσετε ‘'διαφορετική'’, σπέσιαλ, αγοράζοντας από μια ακριβοπληρωμένη διαφήμιση, που φιλοδοξεί να το πωλήσει σε όλες... Γιατί ο homo touristicus της εποχής, και ακόμη λιγότερο ο απόλυτα κονφορμαρισμένος, ταυτισμένος και μοσχομυριστά σιδερωμένος Κύπριος συμπατριώτης μας, πάντα και παντοιοτρόπως ‘'mister comfort'’, δεν ταξιδεύει σαν τον περιηγητή της εποχής του καινότροπου, του αλλότροπου, του αυτόβουλου Ρομαντισμού. Δεν ψάχνει στα άγνωστα, τα ξένα μέρη, στα εξωτικά κι επικίνδυνα, ακόμη, περιβάλλοντα, το μυστήριο μα απόλυτα δικό του εγώ, μιαν ιδιότροπα δημιουργική ψυχή του. Δεν ταξιδεύει ο Κύπριος ως Child Harold. Η χρυσίζουσα του μυστηρίου, του εξωτικού αχλύ, που μας σώζει των ρομαντικών πινάκων η βωβή γοητεία, μόνο σαν τέτοια απ' τον τουρίστα μας θα αναζητηθεί. Πίνακας φτηνός του ποδαριού, στα κιόσκια του Σηκουάνα, καρτ ποστάλ στην σέσουλα απ' τον Νείλο, άντε και χαρακτικό απ' τα antiquarian του Λονδίνου, έξω απ' το Βρετανικό Μουσείο... Μυστήριο εξωτικό σε προσιτό, εμπορευματοποιημένο κι αναγνωρίσιμο φορμάτ. Μυστήριο, δηλαδή, που υπόσχεται ότι δεν θα σας εκπλήξει. Ίσως, μόνον, πλήξει.... Κι έτσι, όμως, ‘'φεύγοντας'’ ο τουρίστας, πού στ' αλήθεια επενδύει ότι θα φτάσει; Η οργάνωση, ελεγξιμότητα, ασφάλεια, η απόλυτα ‘'εξασφαλισμένη'’ προβλεψιμότητα της ‘'μακντοναλντοποιημένης'’ νεωτερικότητας του Thomas Cook τουρισμού, ‘'καπαρωμένη'’ στο σημείο της αναχώρησης, συναντά την υβριδική, αυτοσκηνοθετημένη, ‘'hyperreal'’ εικονικότητα του μεταμοντέρνου προορισμού. Μασάζ μιας ‘'ένοχης'’ ψυχής που ζητεί να αγοράσει ‘'στιγμές'’, την νοσταλγική εμπειρία μιας χαμένης στο άλλοτε αθωότητας, ο τουρισμός ‘'εκτατικοποιεί’’ το άλλοτε ως... ‘'αλλού'’ και την μνήμη ως επισκέψιμο μνημείο. Η νοσταλγία δεν είναι αυτό που ήταν, αλλά το χαμένο ‘'άλλοτε'’ προωθείται εμπορικά ως απλά και προσβάσιμα, δηλαδή αναλώσιμα, εκτοπισμένο. Η εμπορικοποιημένη του, πακεταρισμένη και αφεψηματοποιημένη εμπειρία προσφέρεται ως εμπορικά αναγνωρίσιμος, ‘'branded'’, προορισμός. Κι η εμπορευματοποιημένη μας εποχή, μας κινεί να αναζητούμε την ψυχαγωγία ανάμεσα στην αγορά της εμπειρίας, και την εμπειρία της αγοράς. Ο τουρισμός κατασκευάζει και προωθεί εικονικούς τόπους ώστε να πωλήσει πραγματικούς προορισμούς. Κι αντίστροφα, ο τουρίστας γνωρίζει, με τον πονηρό εργαλειακό λόγο του μετανεωτερισμού, ότι αγοράζει με το ‘'hot cash'’ του την εμπράγματη αξία ενός πραγματικού προορισμού, προσβλέποντας, ωστόσο, να του σερβιριστεί ο υπεσχημένος συμβολαιϊκά ‘'cool'’ εικονικός τόπος. Εδώ, τα είδωλα του θεάτρου συναντούν τα είδωλα της αγοράς.

Ως τουριστικός προορισμός, ο πραγματικός κόσμος προσφέρεται με την φινιρισμένη μορφή του ‘'εφφέ'’, ως in situ έκθεση κι επίδειξη, υποδυόμενος την γνώση που σαν παράσταση αντιπροσωπεύει και πωλεί. Όπως κι ο ευρύτερος, σημειολογικά και μηντιακά διαμεσολαβημένος αυτοσκηνοθετημένος κόσμος (σκεφθείτε μόνο τους θεατρίνους πωλητικούς-πολιτικούς μας στα ΜΜΕ) παριστάνει και πλασάρει τον εαυτό του ως ψυχαγωγούσα γνώση, infotainment, κι ως εμπειρία, ενώ κι οι εντόπιοι άνθρωποι υποδύονται την εικόνα του εαυτού των ως ‘'ρόλου'’, ως ‘'performers'’. Όπως ακριβώς πονηρά συμφωνεί να αγοράσει την εμπειρία του γνήσιου κι ‘'αυθεντικού'’ ο τουρίστας, σκηνοθετώντας την γνήσια έκπληξη με την οποία καταναλώνει την εμπειρία τού αυθεντικού. Το πραγματικό χειροκρότημα συντελείται στο ταμείον.

Παράλια και παρα…σάλια! Γαλάζια νερά, χρυσή άμμος, ζεστό αεράκι. Το ‘'παρά θίν' αλός'’, η θάλασσα ηχήεσσα παρ' Ομήρου - η ξαπλώστρα, το αντηλιακό - στην πιο μοντέρνα εκδοχή του. Κι η γαρίδα, εννοώ το μάτι κύριοι, αφού στα θαλάσσια λουτρά αποτολμάται γδύσιμο - και νόμιμη οφθαλμολαγνεία - που οι γέροι στην ιστορία της Σουζάννας, στην Παλαιά Διαθήκη, δεν θα τολμούσαν να ονειρευτούν. Θάλασσα και ηλιοτροπισμός μαζί, η στροφή στα γαλανά νερά και τον μεσόγειο ήλιο που συνιστά όνειρο των βορείων και ‘'καυτό'’ συνάλλαγμα των νοτίων. Αλλά, τα σύμβολα των παραθαλασσίων διακοπών έχουν να δείξουν μια γλαφυρή πολιτισμική ιστορία, που έχει δώσει ουκ ολίγα σχετικά βιβλία. Κι ακόμη πιο γαργαλιστικά, αφού η φυγή στην θάλασσα, είτε επρόκειτο για τις παρυφές του πολιτισμού και πρόσκληση για παραβίαση των αιδημόνων περιορισμών του σε λάγνες παραθαλάσσιες προσκλήσεις του ζεστού νερού, που σήμερα προβάλλονται ως συνώνυμες των Γομόρρων: είτε η Ίμπιθα, είτε η Αγία Νάπα είτε το Φαληράκι της Ρόδου, υπνωτικές κι αισθησιακές προ(σ)κλήσεις με ιστορικές αρχές που πάνε αιώνες πίσω, κι όχι μόνο στην Ταϊτή του Γκωγκέν, ή τους ‘'castaways'’ του Cook, του Melville, και του Swinburne. Στο βιβλίο τους ‘'The Beach: The History of Paradise on Earth'’, οι Lena Lencek και Gideon Bosker αναδιφούν εμπεριστατωμένα αλλά και γλαφυρά, συνάμα, πώς η παραλία, από απομακρυσμένη, άγνωστη και επικίνδυνη παρυφή του πολιτισμένου κόσμου, εξαίρεται και διαφημίζεται σήμερα ως το πιο αποτελεσματικό αντικαταθλιπτικό, από την εποχή των αρχαίων στον σημερινό της ρόλο ως το σκηνικό των πιο απελευθερωτικών - κι απελευθερωμένων - είπατε και ‘'Μύκονος'’; ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων. Ειδικά, εξαίρεται η άγνωστη ιστορία πώς παραλίες, στην Βρετανία ιδία, όπως το Blackpool, το Margate και το Scarborough, απετέλεσαν διεξόδους για την απελευθ-ερωτική γύμνια, μέχρι τουλάχιστον και τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα. Ήταν τότε που σήκωσε κεφάλι η πουριτανική αιδημοσύνη, για να σκεπάσει την γύμνια που τολμούσε το φως του ηλίου στις παραλίες. Αλλά ήταν τότε που, σαν απάντηση ίσως στην αξία του απαγορευμένου που έδινε ο πουριτανισμός στην γύμνια που έκανε την εμφάνισή της η τουριστική οφθαλμολαγνεία, το ‘'peeping tourism'’, όταν σεμνοί, στην πόλη, άνδρες εμφανιζόντουσαν πανέτοιμοι, με κυάλια και τηλεσκόπια (δεν το είχε φανταστεί ο Γαλιλαίος ότι όσο προκαλούσαν οι ουράνιες σφαίρες, τόσο και περισσότερο προκαλούσαν τα σάρκινα ημισφαίρια!).

Τα θέρετρα πήραν κάποια ημίμετρα - για την πρόκληση των ημισφαιρίων - με μικρά, συμβολικά, κι οπωσδήποτε βολικά πρόστιμα. Αποθάρρυνση; Ο τουρίστας χαίρεται αυτό που αναζητεί, και ο ζητών ευρίσκει!