Ο νέος Τρωγλοδυτισμός κι η λήθη του «μεγάλου έξω»

Ο τελευταίος των Μοϊκανών; Περίπου. Όταν ο Ishi, ο μόνος επιζών της ινδιάνικης φυλής των Γιάχι της Βορείου Αμερικής άφησε εδώ κι έναν αιώνα τα βουνά της Καλιφόρνια για να γίνει αντικείμενο μελέτης των πανεπιστημιακών ανθρωπολόγων κι εθνολόγων, διεσφάλιζε και την επίζηλη θέση στους αμερικανικούς θρύλους ως ο τελευταίος των νομάδων τροφοσυλλεκτών της κατακτημένης από τη δυτική απληστία αμερικανικής ηπείρου.

Ταυτόχρονα, έδινε και ευπρόσδεκτη αφορμή για μια σοβαρή πολιτισμική και φιλοσοφική αυτοεξέταση στους στρογγυλοκαθισμένους αστούς του πολιτισμένου μας σύγχρονου κόσμου. Κι όταν η βιογράφος του, Theodora Kroeber, στο πνεύμα του Φροϋδικού "ο πολιτισμός κι οι αντιρρήσεις του", τον ρώτησε για την εντύπωσή του για τον προβληματισμένο και προβληματικό μας κόσμο, ο Ishi "είχε την απάντηση έτοιμη... φταίει ο υπερβολικός χρόνος που οι σύγχρονοι περνούμε μέσα σε σπίτια".

"Δεν ανήκε στη φύση του ανθρώπου να περνά τόσον καιρό κλεισμένος σε κτήρια", αποφάνθηκε με φιλοσοφική βεβαιότητα ο Ινδιάνος.

Αυτά, πριν από 100 χρόνια. Τα πράγματα είναι εμφανώς χειρότερα, τώρα. Δεν κερδίζουμε τίποτα αν στοιχηματίσουμε ότι διαβάζετε τις γραμμές αυτές κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, όπως άλλωστε κάνετε για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας σας, κολλημένος σε κάποια χαρτιά ή σε μια οθόνη, σκαλίζοντας σύμβολα κι όποια ορνιθοσκαλίσματα, ή, οι "φτασμένοι" από σας, σε κάποια meeting σε λαμπρά φωτισμένες αίθουσες συμβουλίων.

Με το διαδίκτυο στη διάθεση των δακτύλων σας, των μόνων για τους σκοπούς κινούμενων μελών σας, μεγάλο μέρος από τα ψώνια σας, τις συζητήσεις και τις συμφωνίες σας γίνονται από την βολή τής... "εργονομικής" (ελπίζουμε) καρέκλας σας. Κι αν ασκείστε καθόλου, πιθανότατα αυτό γίνεται στην κλειστή αίθουσα ενός γυμναστηρίου.

Η επιστροφή στο Αλντουβάι; Αν οι πιο απαισιόδοξοι για τις ενεργειακές εξαρτήσεις του πολιτισμού μας προειδοποιούσαν ότι, με το τέλος του πετρελαίου, αφήνουμε τις κορυφαίες, ενεργοβόρες στιγμές του πολιτισμού μας για μια αργή, καθοδική πορεία πίσω στο σπήλαιο του Αλντουβάι, απ’ όπου ξεκίνησαν όλα, η "επιστροφή στα σπήλαια" μοιάζει να είναι μια πολύ παραστατική περιγραφή για την εσώκλειστη ζωή του Homo Sapiens. Ένας νέος Τρωγλοδυτισμός;

Η ανθρωπότητα φαίνεται να έχει επιστρέψει στις αρχές της. Ζούμε πάλι σε σπήλαια, αλλά οι σπηλιές μας είναι τώρα γυάλινοι πύργοι, μοιάζουν με του Άλαν Κλαρκ, του συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας, τις "Σπηλιές από Ατσάλι". Κι οι συνέπειες δείχνουν καθοριστικές, όσο και τιμωρητικές, για την κοινωνική και την πολιτισμική μας ζωή, όπως και για την υγεία μας.

Τρωγλοδύτες των ανωτέρων ορόφων

Όντως, για τον σημερινό, μεταμοντέρνο τρωγλοδύτη, απορροφημένο στην υπηρεσία της οικονομίας της γνώσης, το σπήλαιό του είναι ένα πολυτελώς φινιρισμένο υάλινο παλάτι. Κι αν το ιστορικό υπέδαφος της παλαιολιθικής εποχής ήταν ακριβώς χωμένο ή 'γειωμένο' στο έδαφος, η σημερινή εκδοχή του είναι όλο και πιο... "απογειωμένη".

Τεχνολογικά τεχνουργημένοι εργασιακοί θαλαμίσκοι, στα περίπου αεροστεγή κι ασφαλισμένα με προηγμένα συστήματα ασφαλείας υάλινα κελύφη τους, σαν γαρίδες ή σαν αστακοί, απομονωμένοι από το "άτεχνο" φυσικό περιβάλλον κι ό,τι ανεξέλεγκτο κι απρόβλεπτο θα μπορούσε να παρέμβει στην απρόσκοπτη και μονομανή επιδίωξη του οικονομικού κέρδους και της καριέρας. Ανεβάζοντας "κατακόρυφα" η αστυφιλία την αξία της αστικής γης, οδήγησε στην κερδοπική ανέγερση υψηλότερων κτιρίων.

Ο μεταμοντέρνος Μπωντριγιάρ σχολιάζει υψιφοβικά τους ιλίγγους αυτών των κτηριακών απογειώσεων, παραμένει όμως ότι η είσοδος σε αυτά, ή εκτόξευση στους ανώτερους ορόφους με τους ανελκυστήρες των ουρανοξυστών είναι ταυτόχρονα και μια αποφασισμένη φυγή από τα δένδρα, την βροχή, τον άνεμο, τον ήλιο και το έδαφος. Πρόκειται, κυριολεκτικά για φυγή κι αποδέσμευση από την φύση.

Αν από την αυγή της ιστορίας του ο άνθρωπος αγωνιζόταν και φιλοδοξούσε να αποδράσει από τις απαιτήσεις κι αναγκαιότητες της φύσης, είμαστε τώρα περίπου εκεί. Κι αν, το 1800, μόνο το 2% του γήινου πληθυσμού ζούσε σε πόλεις, το 2000 το ποσοστό είχε φτάσει σχεδόν στο ήμισυ, και μέχρι το 2030 προβλέπεται να φτάσει το 62%.

Στην Βρετανία, ήδη ο αστικός πληθυσμός φτάνει το 89% του συνόλου. Έρευνες στην Βρετανία για την χρήση του χρόνου έδειξαν το 2000 ότι το πλείστο του χρόνου δίνεται σε δραστηριότητες όπως ο ύπνος, η εργασία, το φαγητό, η παρακολούθηση κάποιας οθόνης κι οι μετακινήσεις, όλες σε κάποιον κλειστό, εσωτερικό χώρο.

Λιγότερο από μισή ώρα ημερησίως αφιερώνεται σε κάποια σκόπιμη δραστηριότητα σε ανοικτό χώρο. Σε πιο ακριβείς στατιστικές, στην Βρετανία, από τα 1.440 λεπτά της ημέρας μόνο ένα λεπτό αναλογικά αφιερώνεται στην ύπαιθρο ή στην παραλία. Τελικά, μόνο η χελώνα περνά περισσότερο χρόνο κλεισμένη σε κάποιο καβούκι.

Νικήσαμε την φύση; Η απόδραση στο διπλό "εντός" αυτό, του δομημένου περιβάλλοντος, στην πόλη και στα κτήρια, συνιστά μια δραματική μεταβολή του φυσικού μας βιοχώρου, αιφνιδίως, για τις τελευταίες 12 γενιές από τις 350.000 της ιστορίας μας στην Γη. Θα ήταν παράδοξο, λοιπόν, να μην συνοδεύουν την αποφασιστική μας κίνηση προς το "αφύσικο" κάποιες συνοδές αρνητικές συνέπειες. Με την ζωή σε κλειστούς χώρους συνδέονται συμπτώματα "δυσανεξίας" στην συνεχή αφύσικη κλεισούρα, όπως το "σύνδρομο της ασθένειας των κτηρίων" (sick building syndrome).

Τέτοια διαγνώστηκαν να είναι η εμφάνιση σωματικών και πνευματικών ασθενειών, από απλούς βήχες και κεφαλαλγίες, μέχρι κοπώσεις μέχρι κατάθλιψη. Όπως κι οι πόλεις γενικά, αλλά ακόμη πιο αποτελεσματικά, τα κτήρια φυλακές μας ευθύνονται για την συγκέντρωση μολυσμένου αέρα και παγιδεύουν σε υποβαθμισμένα, ανθυγιεινά περιβάλλοντα. Ακόμη, καταδικάζουν σε αφύσικο, τεχνητό και πιο αδύναμο φωτισμό, στον οποίο αποδίδεται το Σύνδρομο SAD, της έλλειψης ηλιοφάνειας.

Από τα αποτελέσματά της, η ενδημική, πια, έλλειψη βιταμίνης D, με συνοδές συνέπειες, ασθένειες όπως ο ραχιτισμός, η σκλήρυνση κατά πλάκας, ο διαβήτης, παχυσαρκία, νευρασθένειες, σχιζοφρένεια κι υπογονιμότητα. Κάποτε γνωστές ως ασθένειες της φτώχιας, από τα ανήλιαγα περιβάλλοντα των παραπηγμάτων, χαρακτηρίζουν γενικά την ζωή στις μεγαλουπόλεις.

Ακόμη και κοινωνικά δεινά όπως η εγκληματικότητα κι η επιθετικότητα δείχτηκαν να υποχωρούν αν προστεθεί λίγο πράσινο, φυσικό περιβάλλον σε κτηριακά συγκροτήματα και απρόσωπα, αποκλειστικά δομημένα αστικά περιβάλλοντα κι υποβαθμισμένες περιοχές κατοίκησης.

Το φιλοσοφικό επιχείρημα: από τον Επίκουρο στον Thoreau και τον Emerson

Στην επιστημονικά "διαφωτισμένη" νεωτερική μας εποχή, τείνουμε, βέβαια, να δίνουμε επιστημονικά βασισμένες, καθολικές κι αναγωγικές εξηγήσεις. Τα συμπτώματα δυσπροσαρμογής στο νέο, αφύσικο αστικό περιβάλλον εξηγούνται με αναφορά ή "αναγωγή" σε όρους της φυσιολογίας. Συνοδές ελλείψεις ορμονών που θα έπρεπε "φυσιολογικά" να εκκρίνουν οι αδένες κι ο υποθάλαμος. Αλλά, λέει η φυσιολογία την πλήρη ιστορία; Ή, πού σταματά η φυσιοπαθολογία κι αρχίζει η φιλοσοφία;

Η Φύση, υποδεικνύουν οι φιλόσοφοι, είναι το απόλυτο Άλλο, το Ιερό, το Mysterium Tremendum et fascinans του θρησκειολόγου Rudolf Otto, η πηγή και αφύπνιση ποιητικών ενοράσεων και μεταφυσικών στοχασμών, του οντολογικού "θαυμάζειν" που εισάγει την αριστοτελική Πρώτη Φιλοσοφία. Στο The Varieties of Religious Exoerience, o William James υποδεικνύει ότι η Φύση συνιστά το πρωταρχικό ξύπνημα του θρησκευτικού αισθήματος και την πρώτη ύλη της πνευματικότητας.

Με την σειρά του, ο βιολόγος του Harvard E. O. Wilson μίλησε για την "βιοφιλία", την έμφυτη "αγάπη" και παρώθηση προς την φύση, αναρωτούμενος τί θα συνέβαινε στην ανθρώπινη ψυχή αν ένα τόσο καθοριστικό στοιχείο της ανθρώπινης εξέλιξης εκφυλιζόταν και διαγραφόταν από τους ορίζοντες της ύπαρξής μας.

Από τους Αμερικανούς υπερβατιστές, ώς τον φυσιολάτρη Thoreau, η συνάντηση με την παρθένα, ακόμη, αμερικανική φύση στην Νέα Αγγλία οδήγησε σε υμνητικές εκστάσεις όπως στου Thoreau τον ύμνο για την "απερίγραπτη αθωότητα και καλωσύνη της Φύσης - του ηλίου και του ανέμου και της βροχής - [που] τόση υγεία, τόση χαρά δίνουν για πάντα!". Στερημένοι από το φως αυτό, από τις δόξες του νυκτερινού ουρανού χάρις στην φωτορύπανση του αστικού περιβάλλοντος, είναι να απορούμε πώς η γυμνωμένη μας ψυχή είναι παραδομένη στο άγχος;

Πώς τα σκηνοθετημένα υποκατάστατα της φυσικής ενατένισης, του βλέμματος που χάνεται στον θαυμασμό του απρόβλεπτου, αναπάντεχου και απερίγραπτου τής Φύσης, οι οθόνες, τα διαδίκτυα και τα Playstation μπορούν να παραβληθούν με το πρωταρχικό και ακατανόητο ρίζωμά μας στην αστρόσκονη;

Μιλώντας πια μόνο μεταξύ μας, για τα ευτελή που περι-oρίζουν και συγχέουν τις αφηγήσεις του ενδιαφέροντος μ' αυτές του συμφέροντος, η εκπτώχευση που αντιπροσωπεύει, η υποκατάσταση τού φυσικά, πρωταρχικά, οντολογικά δοσμένου με το πρό-χειρο, το ανά χείρας, το αναυθεντικό του Heidegger, δίνεται τόσο άμεσα και τόσο μεστά στην συμβουλή του Ishi, "να βγαίνουμε πιο συχνά έξω".