Πισσαρίδη μετεγγραφή

Διάβασα στις εφημερίδες προ ημερών ότι ο βραβευθείς με Νόμπελ καθηγητής Χ. Πισσαρίδης ανέλαβε να προεδρεύσει Επιτροπής που θα εκπονήσει το σχέδιο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Το διάβασα με κάποια υπερηφάνεια, τολμώ να πω. Στο πλαίσιο ίσως του γνωστού συνδρόμου που θέλει την περιφέρεια να επιδιώκει αενάως να αποδείξει τον εαυτό της στο μητροπολιτικό κέντρο. Διότι, δεν είναι λίγο, απ’ όλους τους έγκριτους Έλληνες οικονομολόγους, να επιλέγεται για τη θέση ένας Κύπριος (Κύπριος με Νόμπελ βέβαια). Μετά την πρώτη ευφορία, όμως, θυμήθηκα ότι ο καθηγητής Πισσαρίδης είχε διοριστεί και από τον δικό μας Πρόεδρο στο Εθνικό Συμβούλιο Οικονομίας. Της κυπριακής οικονομίας δηλαδή. Υποχρεώθηκα τότε να θυμηθώ τις συνθήκες άδοξου ναυαγίου εκείνου του εγχειρήματος. Το δικό μας Εθνικό Συμβούλιο Οικονομίας αυτοδιαλύθηκε σιωπηρά. Σιωπηρά, διότι οι άνθρωποι ήσαν ιδιαίτερα λεπταίσθητοι για να συνοδεύσουν την παραίτησή τους με μια καραμπινάτη καταγγελία της περιφρόνησης που είχαν δεχθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το κυπριακό συμβούλιο είχε συσταθεί από τον Πρόεδρο Αναστασιάδη υπό παρόμοιες συνθήκες με τις κρατούσες σήμερα στην Ελλάδα. Δηλαδή, αμέσως μετά που είχε καταλαγιάσει η οικονομική κρίση και προχωρούσαμε υποτίθεται στην ανασυγκρότηση και αναπροσανατολισμό της κυπριακής οικονομίας. Σε πρόσφατες δηλώσεις του στον ΑΛΦΑ ο καθηγητής Πισσαρίδης εξέφρασε τη ‘στενοχώρια’ του, διότι δεν υπήρχε η πολιτική θέληση και τόλμη για να εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις. Προχώρησε, μάλιστα, να πει ότι η κυπριακή οικονομία βρίσκεται ανάμεσα στις χειρότερες της Ευρώπης, όσον αφορά την ετοιμότητα να δεχθεί νέες τεχνολογίες αλλά και για να υποδεχθεί το μέλλον. Βεβαίως ο κύριος καθηγητής δεν έπρεπε να εκφράζει ‘στενοχώρια’ αλλά θυμό. Ίσως έτσι υποχρεώσει κάποιους να ακροαστούν τις επισημάνσεις του. Βεβαίως δεν ήξερε τη γνωστή κυπριακή, κομματικής προελεύσεως, πρακτική του διορίζω - προσωπικότητες - για - να - τις -δείχνω - και - να - δείχνονται - όχι όμως - να - θέλουν - να - έχουν - και - άποψη. Αυτή είναι μια δοκιμασμένη στην Κύπρο συνταγή, η οποία συνήθως εξυπηρετεί και διορίζοντες και διοριζόμενους. Ενίοτε, όμως, προκύπτουν και διοριζόμενοι με παραξενιές που, όλως περιέργως, θέλουν να προσδώσουν περιεχόμενο στη βιτρίνα τους. Προφανώς όμως στην περίπτωση Πισσαρίδη ούτε ο Πρόεδρος, ούτε ο τότε Υπουργός Οικονομικών έλαβαν υπόψη τις εισηγήσεις του.

Πάντως, η τελευταία παρατήρηση Πισσαρίδη προκαλεί σύγκρυο. Η Κύπρος δεν είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις… Αυτό έχει ήδη προβάλει στον ορίζοντα. Ο τομέας των διαβατηρίων στον οποίο τόσο επένδυσε ο Πρόεδρος φαίνεται να εξεμέτρησε τον βραχύ βίο του. Ήδη με τις νέες αλλαγές στα κριτήρια η δεξαμενή αιτήσεων πολιτογράφησης έχει σχεδόν στερέψει. Και, βεβαίως, αυτό θα επηρεάσει εκ των πραγμάτων και την οικοδομική βιομηχανία. Και, από κει, τη σύνολη κυπριακή οικονομία.

Το συγκεκριμένο επεισόδιο, όπως και η επικέντρωση στο χρυσούν διαβατήριο, είναι ζωντανό παράδειγμα κοντόφθαλμης καμματοκεντρικής πολιτικής. Πολιτικής που χαράσσεται από πολιτικούς αναδειχθέντες μέσα από το ‘σύστημα’. Πολιτικής με μέγιστο βίο μια κυβερνητική θητεία. Αν είναι τυχερός και ευέλικτος ο Πρόεδρος, θα καταφέρει να κρατήσει στη ζωή τα διαβατήρια μέχρι τις επόμενες εκλογές. Έτσι, για να μπορεί να συντηρήσει τον μύθο τις στέρεης οικονομικής ανάκαμψης.

Το επεισόδιο, όμως, έχει ακόμη μία διάσταση. Τόσον καιρό γίνεται λόγος για την απώλεια κυπριακών μυαλών προς χώρες του εξωτερικού. Παιδιά που παίρνουν την κατάρτισή τους και επιλέγουν να ξενιτευτούν, παρά να περάσουν την ταπεινωτική διαδικασία της εξεύρεσης εργασίας στην Κύπρο της αχανούς κομματοκρατίας. Στην περίπτωση Πισσαρίδη είχαμε ένα φτασμένο ξενιτεμένο μυαλό. Ένα μυαλό που μετά την ανάδειξή του μεταξύ των παγκοσμίων πρώτων προσφέρθηκε να βοηθήσει αφιλοκερδώς τον τόπο του. Η μεταχείριση της οποίας έτυχε είναι ενδεικτική. Ο Πισσαρίδης, όμως, δεν είναι μοναδικός. Είναι απλώς η μεγέθυνση ενός καθημερινού φαινομένου. Από μια ψυχροϋπολογιστική άποψη αυτή η απολάκτιση των προικισμένων μας σίγουρα μεταφράζεται σε απώλεια παραγωγικότητας, οικονομικής επίδοσης αλλά και συλλογικού ηθικού. Λέω ηθικού, διότι η διαπίστωση του φαινομένου σίγουρα δεν αφήνει αλώβητο το φρόνημα. Διότι, εκ των πραγμάτων, ενθαρρύνει τάσεις ατομισμού και κοινωνικού κατακερματισμού. Ως προς την οικονομική απώλεια, δεν ξέρω αν υπάρχει η δυνατότητα ποσοτικοποίησής της. Ίσως και πάλι το γεγονός ότι η απώλεια είναι δυσυπολόγιστη να είναι και ο λόγος που οι πολιτικοί έχουν την πολυτέλεια να την αγνοούν.

Ακριβώς, επειδή η ζημιά είναι ‘σκιώδης’, δηλαδή κρυμμένη, οι πολίτες δεν την προσλαμβάνουν άμεσα. Και το δράμα είναι ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να προσομοιώσουν, σε περιβάλλον εργαστηρίου, πώς θα ήταν το εθνικό εισόδημα και η κατάσταση της κοινωνίας μας, αν γινόταν καλύτερη αξιοποίηση του πνευματικού κεφαλαίου αυτού του τόπου. Ό,τι και να συμβαίνει, όμως, οι πολίτες έχουν μάτια και βλέπουν. Δεν χρειάζεται παπά για να αντιληφθούν ότι αυτή η στάση μόνο ζημιά μπορεί να φέρει. Τόσο στην παρούσα γενιά, όσο και στους μέλλοντες πολίτες.